διαιωνίζω — perpetuate pres subj act 1st sg διαιωνίζω perpetuate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιωνίζω — διαιωνίζω, διαιώνισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαιωνίζω — διαιώνισα, διαιωνίστηκα, διαιωνισμένος 1. κάνω κάτι αιώνιο: Στις βεντέτες, το μίσος ανάμεσα στις οικογένειες διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά. 2. αναβάλλω διαρκώς τη λύση ενός ζητήματος, το αφήνω άλυτο: Η αποκατάσταση των δημόσιων συμβασιούχων… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαιωνίζῃ — διαιωνίζω perpetuate pres subj mp 2nd sg διαιωνίζω perpetuate pres ind mp 2nd sg διαιωνίζω perpetuate pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιωνίσει — διαιωνίζω perpetuate aor subj act 3rd sg (epic) διαιωνίζω perpetuate fut ind mid 2nd sg διαιωνίζω perpetuate fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιωνίσουσι — διαιωνίζω perpetuate aor subj act 3rd pl (epic) διαιωνίζω perpetuate fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαιωνίζω perpetuate fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιωνιεῖ — διαιωνίζω perpetuate fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) διαιωνίζω perpetuate fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιωνιζόντων — διαιωνίζω perpetuate pres part act masc/neut gen pl διαιωνίζω perpetuate pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιωνιοῦντα — διαιωνίζω perpetuate fut part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) διαιωνίζω perpetuate fut part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιωνίζει — διαιωνίζω perpetuate pres ind mp 2nd sg διαιωνίζω perpetuate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)